ἐπώδυνος

ἐπώδυνος
ἐπώδῠν-ος, ον
A

, (ὀδύνη)

painful,

Hp.VM22

, Prog.7 ;

τραύματα Ar.Ach.1205

(lyr.);

ζωή Ph.2.579

;

δάκρυα Plu.2.114c

: irreg. [comp] Comp.

-νέστερος Hp.Art.49

. Adv.

-νως Id.Epid.1.26

.γ', Ph.1.136.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἐπώδυνος — painful masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επώδυνος — η, ο (AM ἐπώδυνος, ον) οδυνηρός, γεμάτος οδύνη («ἐπώδυνα τραύματα», Αριστοφ.) μσν. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπώδυνα οδύνες, θλίψεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οδύνη. Το ω λόγω τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] …   Dictionary of Greek

  • επώδυνος — η, ο επίρρ. α 1. που προκαλεί οδύνη (σωματικό πόνο), οδυνηρός (αντίθ. ανώδυνος). 2. (ιατρ.), «επώδυνο σημείο», σε φλεγμονές, νευρίτιδες ή άλλες παθήσεις το σημείο εκείνο της επιφάνειας του δέρματος που κι ελαφρά αν πιεστεί προκαλεί δυνατό πόνο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπωδυνώτερον — ἐπώδυνος painful masc acc comp sg ἐπώδυνος painful neut nom/voc/acc comp sg ἐπώδυνος painful adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπωδυνώτατον — ἐπώδυνος painful masc acc superl sg ἐπώδυνος painful neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπωδύνως — ἐπώδυνος painful adverbial ἐπώδυνος painful masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπώδυνον — ἐπώδυνος painful masc/fem acc sg ἐπώδυνος painful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπωδυνώτερα — ἐπώδυνος painful neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπωδύνοις — ἐπώδυνος painful masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπωδύνοισι — ἐπώδυνος painful masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπωδύνου — ἐπώδυνος painful masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”